- φελόνι(ον)
- το риза, фелонь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φελόνι — το / φελόνιον, ΝΜΑ, και φελώνιον και φελόνιν Μ βλ. φαιλόνιο … Dictionary of Greek
κασούλα — η το ιερατικό άμφιο φαινόλιο ή φενόλιο, κν. φελόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. casula «μικρό οίκημα, ιερό» (υποκορ. τού casa)] … Dictionary of Greek
φαιλόνιο — το / φαιλόνιον, ΝΜΑ, και φαιλόνι και φελόνι Ν, και φελόνιον ΜΑ, και φαιλώνιον και φελώνιον και φαιλόνιν και φελόνιν και ύφελώνιον και φενώλιον και φενόλιον Μ [φαιλόνης] διακριτικό, λειτουργικό άμφιο τών πρεσβυτέρων, κωνοειδής μανδύας χωρίς… … Dictionary of Greek
φελώνιον — τὸ, Μ βλ. φελόνι … Dictionary of Greek
felon — FELÓN, feloane, s.n. Pelerină scurtă pe care preotul o îmbracă (pe cap) peste celelalte veşminte, când oficiază slujba. – Din sl. felonŭ. Trimis de RACAI, 21.11.2003. Sursa: DEX 98 felón s. n., pl. feloáne Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa:… … Dicționar Român